Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

καλό ταξίδι καπετάνιε μου


Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Σαστιστικό ταξίδι


Σε βλέπω να υπολογίζεις σκυφτός τις πιθανότητες.


Και να ματώνεις τις άκρες των δαχτύλων σου με το ίδιο αίμα που τρέχει στο φλοιό του εγκεφάλου σου.


Βάζεις τον εαυτό σου στο κέντρο και ορίζεις γύρω του ένα νησί με ακτίνα R, τους κρατάς όλους απ' έξω και αυτό το ονομάζεις άρνηση.


Κι όμως όσο κι αν απλώσεις το μυαλό σου, δεν μπορείς να καλύψεις όλη του την επιφάνεια.


π R στό τετράγωνο


Όχι, αυτό είναι κάτι που δε θα καταφέρεις ποτέ.Γιατί το π από καιρό έχει πεθάνει.


Για αυτό αντί να το απλώσεις, είναι πολύ προτιμότερο να το αλώσεις.


Και αντί να ψάχνεις για το πιθανόν, να ταξιδεύεις για το απίθανο.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

ένα τραγούδι, αναμνήσεις, ομίχλη..


I close my eyes
Only for a moment and the moment's gone
All my dreams
Flash before my eyes of curiosity
Dust in the wind
All they are is dust in the wind
Same old song
Just a drop of water in an endless sea
All we do
Crumbles to the ground though we refuse to see
Dust in the wind
All we are is dust in the wind
Now
Don't hang on
Nothing lasts forever but the Earth and Sky
It slips away
And all your money won't another minute buy
Dust in the wind
All we are is dust in the wind
Dust in the wind
Everything is dust in the wind

Ήταν το ίδιο τοπίο. Περίπου τέσσερις μήνες μετά.

Ένα πρωινό που δε ζήλευε τίποτα το καλοκαιράκι.

Kαλαμάκι.. βουτηγμένο στην ομίχλη.

Από νωρίς γιατί μετά, όλα πήραν το χρώμα τους.Αναμνήσεις, όχι απαραίτητα
όμορφες.

Θυμάσαι τρείς μήνες πριν; Τέσσερις; Πέντε;Θυμάσαι κι ανατριχιάζεις.

Η κουβέντα σχετική με τους χαρακτήρες.

Ο ένας μετράει τα πάντα με το χρήμα, κουράζεται, τα θέλει όλα.Ο άλλος cool,
και δεν είναι η διαφορά ηλικίας, θέμα φιλοσοφίας είναι.

Όταν θέλεις να πιάσεις το φεγγάρι,

απογοητεύεσαι από την πεζή πραγματικότητα.

Τόσο πεζή, που δεν αρκείσαι, αλλά ούτε θέλεις, στο να απλώσεις το χέρι κάπου κοντά.

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008

…για ένα σιγανό ποταμάκι


Από μικρό με συμβούλευαν να φοβάμαι τα σιγανά ποταμάκια, μα εγώ δεν καταλάβαινα γιατί. Αντίθετα αυτά μόνο συμπαθούσα. Τα άλλα τα φοβόμουν.

Γιατί δηλαδή να πρέπει να φοβάμαι κάτι που κυλάει τόσο απαλά και ήσυχα; Κι εγώ ήμουν ήσυχος μα δεν με φοβόταν κανείς.

Πέρασε καιρός μέχρι να βρω μια απάντηση.

Πρώτα ακούστηκε ο θόρυβος του φορτηγού, μετά ο εκκωφαντικός ήχος της σιδερένιας καρότσας που άδειαζε. Ύστερα το φορτηγό έφυγε. Απόμεινε ένα βουητό.

Έτρεξα στο ποτάμι. Όσο πλησίαζα η βουή μεγάλωνε. Λαχάνιασα.

Έφτασα… τεράστιες πέτρες είχαν παραμορφώσει την όχθη. Είχαν στενέψει την κοίτη. Το νερό κυλούσε αγριεμένο ανάμεσά τους αφρίζοντας. Βουίζοντας. Το ποταμάκι δεν ήταν πια σιγανό.

Ώστε έτσι λοιπόν, σκέφτηκα, γι’ αυτό πρέπει να φοβάμαι τα σιγανά ποταμάκια, γιατί αγριεύουν όταν στριμωχτούν.