Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Εδώ που είμαι...


Κάθομαι μόνος..ναι ολομόναχος



Πίνω ένα άχρωμο υγρό χωρίς φυσαλίδες και ξυνή γεύση.


 Το ίδιο, αλλά με κίτρινο καλαμάκι, πίνει και ο ηλικιωμένος κύριος που έχει πιάσει την αγαπημένη μου θέση δίπλα στη τζαμαρία.

 Φοράει κασκόλ,  γυαλιά ηλίου, έχει τα χέρια σταυρωμένα ανάμεσα στα πόδια του και κουνάει συνέχεια το σαγόνι του σα να αναμασάει κάτι που δυσκολεύεται  να καταπιεί.

Εδώ και ώρα κάνει νόημα στο γκαρσόνι σηκώνοντας ψηλά το άδειο μπουκάλι του νερού.

 Σηκώνεται από τη θέση του.

 Του προσφέρω το δικό μου. «Δε το χρειάζομαι».

Το κρατάει με τα δύο του χέρια και ξανακάθεται. Γεμίζει το ποτήρι του.

 Δυο σταγονίτσες τινάζονται στα γυαλιά του.

 Τα βγάζει και μπορώ να δω τα μάτια του.

 Από το βλέμμα του υποψιάζομαι οτι προσπαθεί να καταπιεί τις


 αναμνήσεις του.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Ο Φάνης και τα ενθύμια....

Ο Φάνης ήταν ταχυδρόμος.
 Και ο παππούς του και ο πατέρας του, και ο πατριός του αργότερα, ήταν ταχυδρόμοι.
 Τρεις δερμάτινες τσάντες-ενθύμια υπάρχουν κρυμμένες σε μια ξεχωριστή κούτα στο πατάρι.
Στο παιδί του λέει παραμύθια με ταχυδρόμους. Όλα ξεκινάνε έτσι:
«Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας ταχυδρόμος.... Ξέρεις.., δεν υπάρχουν πια ταχυδρόμοι κανονικοί, που μοιράζουν γράμματα κανονικά, γραμμένα με το χέρι…»
Ο Φάνης παραιτήθηκε προχθές.
 Η γυναίκα του θύμωσε. Πήρε το παιδί και πήγε στη μάνα της στο χωριό.
 «Ταχυδρόμος ήμουν εγώ ρε Ματίνα; Όλο λογαριασμούς μοίραζα. Όποτε με έβλεπαν ωχ!!! έλεγαν από μέσα και από έξω τους».Σήμερα έγραψε ένα παραμύθι, το έκλεισε σε έναν ταχυδρομικό φάκελο και με την δερμάτινη τσάντα στον ώμο...
.... ξεκίνησε να το παραδώσει στο παιδί του.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Gabriel José García Márquez (σήμερα είχα ανάγκη να τον ξαναδιαβάσω!!!)


    ΝΑ ΛΕΣ ΠΑΝΤΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ
                  ΝΙΩΘΕΙΣ
                       ΚΑΙ
     ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΑΥΤΟ
             ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ


                                     

           ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΕΙ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ, ΕΙΤΕ ΝΕΟΣ ΕΙΤΕ ΓΕΡΟΣ, ΣΗΜΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΣ. ΓΙ` ΑΥΤΟ ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΑΛΛΟ, ΚΑΝ`ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΔΕΝ ΕΡΘΕΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΜΕΤΑΝΙΩΣΕΙΣ ΣΙΓΟΥΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΡΗΚΕΣ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ, ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ, ΕΝΑ ΦΙΛΙ. ΚΡΑΤΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΣ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ, ΠΕΣ ΤΟΥΣ ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΟΥΣ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ, ΑΓΑΠΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΦΕΡΣΟΥ ΤΟΥΣ ΚΑΛΑ, ΒΡΕΣ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΕΙΣ ΣΥΓΝΩΜΗ. ΔΕΙΞΕ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΓΙΑ ΣΕΝΑ!


"Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι 'αυτό που σημαίνουν.Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως.Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν.Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι.Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ'έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ'αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ'έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ'αγκάλιαζα και θα σού 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου,θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.




Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (ισπ. Gabriel José García Márquez)
είναι σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Εισαγωγή στο παραμύθι...

Μια φορά κι ένα καιρό…

ήταν ένα παραμύθι που δεν ήθελε κανείς να το ακούσει.

«Μα ποιος ενδιαφέρεται για ένα παραμύθι με σπιρτόκουτα;» έλεγαν τα μισά παραμύθια.

«Άσε που όποιος το ακούει όλα του πηγαίνουν στραβά στη ζωή του» έλεγαν τα άλλα μισά.

«Τι κρίμα!

Τόσο μικρό παραμύθι και τόσο δηλητηριώδες…» κουτσομπόλευαν οι μεγάλες σοφές ιστορίες.

Μα πως ξέρετε ότι δεν  είναι όμορφο αφού δεν το έχετε ακούσει;

Κι αν είναι δηλητηριώδες εγώ θα βρω το αντίδοτο είπε με πείσμα το αγόρι και κλείστηκε σε ένα σπιρτόκουτο. …Τόσο μικρό ήταν.

Πέρασαν πολλά χρόνια,

όλοι ξέχασαν το σπιρτόκουτο.

Μέχρι που μια μέρα, ένα κορίτσι που τουρτούριζε το άνοιξε για να ζεσταθεί.

Και τότε, άκουσε μια αγορίστικη φωνή να λέει:

«Έλα μέσα, είναι ζεστά στη φαντασία μου».

συνεχίζεται........