Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

…για μια μπουκίτσα κι ένα συχώριο


Το βράδυ έτρωγε πάντα μερικές φρυγανίτσες με λίγο τυρί.

Αρκετές φορές είχα μοιραστεί μαζί της το λιτό νυχτερινό της δείπνο, που για εμένα τελείωνε με ρυζόγαλο παγωμένο με μπόλικη κανέλλα

φρόντιζε πάντα να υπάρχει φυλαγμένο στο ψυγείο.

Για εκείνη τελείωνε με το νυχτερινό ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων. Τότε έπρεπε να την καληνυχτίσω και να την αφήσω να κοιμηθεί.

Ένα βράδυ, πριν την τελευταία μπουκίτσα της, ρώτησα:

«Γιαγιά, πως γίνεται και σου περισσεύει πάντα ένα κομματάκι τυρί για το τελευταίο κομματάκι φρυγανιάς; Πως τα καταφέρνεις και δεν μένει αδικημένη η τελευταία μπουκίτσα;».

Τότε εκείνη, αφού άδειασε αργά το πιατάκι της μου απάντησε:

«Άλλες φορές είναι αδικημένη γιατί της περισσεύει λιγότερο τυράκι, άλλες όχι.
Παραπονεμένη πάντως δε μένει.

Το παράπονο, βλέπεις, καταπίνεται εύκολα μα χωνεύεται δύσκολα.»

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

....μονότονες


Μια φορά μπήκα στο αεροπλάνο και πήγα πολύ μακριά αλλά δεν το κατάλαβα γιατί έφτασα πολύ γρήγορα.
Ακόμα κι όταν βγήκα από τον υπόγειο και περπάτησα στους δρόμους της φημισμένης μεγαλούπολης σέρνοντας την βαλίτσα μου,
είχα αυτό το νιώσιμο καθώς τα ροδάκια της χοροπηδούσαν στις πλάκες αναπαράγοντας τον ίδιο ξερό μονότονο ήχο.

«Κι αν συμβεί κάτι και πρέπει να φύγω, να γυρίσω αμέσως πίσω;

Σιγά! Εύκολο! Τρεις ώρες δρόμος.

Ναι, αλλά θα βρω εισιτήριο αμέσως;

Αυτό δεν είναι εύκολο. Άρα είναι δύσκολο. Άρα είμαι μακριά!»

Είχα μπερδευτεί.

Μπορεί να έφταιγαν και τα σύννεφα με την μονοτονία τους
-πετάξαμε από πάνω τους-
που με εμπόδισαν να νιώσω την αλλαγή.

Τα έχει αυτά η μονοτονία.

Νομίζεις ότι δεν αλλάζει τίποτα και από κάτω αλλάζουν όλα.

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

....ευρύχωρες



Έτσι λένε. «Τα μπουμπούκια γιασεμιού ανοίγουν το βράδυ άμα τα βάλεις σε νεράκι».
Έκλεψα κι εγώ μερικά από τη διπλανή αυλή, τους έδωσα νεράκι και κοιμήθηκα μαζί τους.

Είχα κλείσει και το παράθυρο, ξύπνησα μεθυσμένος από το άρωμά τους –τα είχα στολίσει δίπλα στο καινούργιο μου κρεβάτι.
Σηκώθηκα και παραπατούσα. Ο Στιφάδος –ο κούνελός μου- το παρατήρησε.

-Πάλι τα ήπιαμε χθες; ειρωνεύτηκε.

-Δεν είμαι μεθυσμένος. Σηκώθηκα απότομα και ζαλίστηκα.

-Από τη μέρα που πήρες διπλό κρεβάτι όλο απότομα σηκώνεσαι.

-Ζηλεύεις;

-Όχι. Τι να ζηλέψω;

-Επειδή το κλουβί σου είναι στενό, ενώ το κρεβάτι μου ευρύχωρο.

- Ε, και λοιπόν; Κι εσύ μόνος σου κοιμάσαι. Σιγά μη ζηλέψω. Δε σφάξανε. Ξέρεις γιατί πετάγεσαι απότομα; Γιατί ένα ευρύχωρο ίσον δύο στενόχωρα.

Άσε κάτω το μαχαίρι αφεντικό!!!!

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

έτσι απλά


Το κρεβάτι μου είναι διπλό.


Και κοιμάμαι στη αριστερή πλευρά.

Είναι απ’ αυτές τις συνήθειες που σου δημιουργούν ένα είδος ασφάλειας

Παρατήρησα πως όταν κοιμάμαι σε ξένο κρεβάτι -με κάποιον που μ’ ενδιαφέρει πολύ- παραχωρώ αυθόρμητα τη αριστερή πλευρά.

Προσφέρω δηλαδή αυτό που εγώ θα ήθελα να έχω ή να μου προσφερθεί, χωρίς να ρωτήσω τον άλλο αν το θέλει.

Είναι πολύ σύνηθες να δίνουμε απλόχερα ότι θα θέλαμε να πάρουμε.

Και το ίδιο σύνηθες να μην το παίρνουμε πίσω.

Λογικό.

Ο άλλος είναι άλλος.

Κι έτσι είμαστε δύο.

Κι έτσι…

μένουμε μόνοι.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Αντίο φιλαράκι μου







2 Μήνες......Απο μένα σε μένα...........




Σε λίγο ξημερώνει.


Η πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας φίλε μου, λένε πως είναι αυτή.


Τώρα, λίγο πριν η πρώτη σταγόνα φωτός μουτζουρώσει το μαύρο καμβά του ουρανού....Συλλογιέμαι τον άνθρωπο.


Το φοβισμένο εκείνο τριχωτό πλάσμα, που άφησε πίσω του τις σπηλιές στη μεγάλη περιπέτεια για τα άστρα.


Συλλογιέμαι το ταξίδι του νου.


Τις εξεγέρσεις του νου.


Τις ελπίδες της ψυχής.


Την αναζήτηση.


Την ομορφιά, την αγάπη για την ομορφιά.


Την αγάπη.


Συλλογιέμαι τον άνθρωπο.


Έπλασε και σκότωσε θεούς.Σκότωσε και έπλασε τον ίδιο του τον εαυτό.


Τα έβαλε με το αδύνατο, πολέμησε το δυνατό.



Κάθε γενιά αφήνει κάτι στην επόμενη.


Τη σκοτεινιά διαδέχεται το φως.Το φως της ελπίδας.


Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα της ελπίδας.


Η ίδια του η ύπαρξη είναι ελπίδα.


Αυτό μας διδάσκει το ποτάμι του χρόνου.


Αυτό μας διδάσκει το αίμα που χύθηκε και χύνεται.


Το αίμα που φτιάχνει τον καλύτερο άνθρωπο.


Δεν είναι εύκολο, το ξέρω.


Μάθαμε όμως τόσα, ακόμη μαθαίνουμε και έχουμε τόσα να μάθουμε ακόμη.


Μην απελπίζεσαι.


Μαζί προχωράμεΕγώ. Εσύ.


Αύριο αυτός, μεθαύριο αυτοί.


Ξημερώνει και σε αγαπάω φίλε μου.


Ξημερώνει και δημιουργώ.


Ελπίζω.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Το αγόρι και η θάλασσα




Έφτασε στη μεγάλη πόλη μέσα σ’ ένα βαπόρι που έτριζε.

Ήταν ακόμη αγόρι, όταν τον έστειλαν οι γονείς του να σπουδάσει, κι ας μην ήθελε εκείνος να φύγει από το νησί. Έτσι άφησε το βότσαλο, που είχε για σπίτι και τρύπωσε σε ένα μικρό υπόγειο, κρύφτηκε σχεδόν, μες στον αχό του κόσμου και των αυτοκινήτων.

Και σπούδαζε να γίνει φαρμακοποιός.

Και του ‘λειπε η θάλασσα.

Πέρασαν δυο χρόνια, συνήθισε την πόλη, ξέχασε το βότσαλο που είχε για σπίτι.

Από το υπόγειο έφυγε, βρήκε ένα δώμα σε μια ταράτσα κι έτσι έζησε στην άλλη άκρη της πόλης.

Μέσα σε ένα δάσος από κεραίες και αμέτρητα πλαστικά πουλιά.

Ξέχασε τους φίλους του πίσω στο νησί και το κορίτσι που θα αγάπαγε για πάντα.

Μα η θάλασσα ακόμη του ‘λειπε.

Πέρασαν κι άλλα χρόνια.

Έφυγε από την ταράτσα, έμεινε στο κέντρο, σε διαμέρισμα κοντά στους ανθρώπους της μεγάλης πόλης. Σαν να είχε γίνει κι αυτός ένας από αυτούς. Και η τηλεόραση έπαιζε κάθε μέρα και οι σπουδές τελειωμό δεν είχαν και οι κοπέλες με τα αδιάβροχα και τις αφέλειες του χαμογελούσαν.

Κι όμως κάτι τον ενοχλούσε, κι ας μην ξέρει τι.

Μέχρι, που ένα πρωινό κατέβηκε στο λιμάνι για μια δουλειά. Άνοιξη ήταν, ο ήλιος χοροπηδούσε στους καθρέφτες των αυτοκινήτων και στα φρεσκοπλυμένα περίπτερα. Χοροπηδούσε και στη λερωμένη θάλασσα.

Και τα καράβια έρχονταν και ‘φεύγαν, άλλα φορτωμένα κι άλλα άδεια και ο κόσμος περπατούσε ως συνήθως αμίλητος ανάμεσα τους.

Και η ενόχληση του έγινε πιο έντονη, χωρίς να ξέρει το γιατί.Τέλειωσε με τη δουλειά του, πήγε να φύγει. Κοντοστάθηκε. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες στοίβες από σπίτια ήταν καταχωνιασμένο ένα αλλόκοτο εργαστήρι.

Ήτανε λες και το είχανε πλακώσει, ήτανε σαν μια ετοιμόρροπη σπηλιά. Το αγόρι, που τώρα ήταν άντρας πια σχεδόν, ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτό το εργαστήρι.

Και ξάφνου, όλα τα θυμήθηκε και πρώτα από όλα τον παππού του, το γέρο-μάστορα.

Μπήκε μέσα. Μύριζε σκουριά και λειωμένο τσίγκο, ψυχή δεν είδε, μέχρι που συνήθισαν τα μάτια του και είδε το γέροντα που έφτιαχνε τα ψαροκάικα. Γυρτό σε μια καρέκλα, μισοκοιμισμένο, μισοπεθαμένο, ποιος ξέρει;

Ναυαγό στη μεγάλη πόλη, τον ξέβρασε η μαύρη θάλασσα πριν χρόνια. Έφτιαχνε βάρκες και καΐκια από παλιοσίδερα και κονσερβοκούτια, μπάλωνε τα παλιοσίδερα, κόλλαγε τις λαμαρίνες.

Σμίλευε τα σκουριασμένα σωθικά της πόλης.

«Θέλω δουλειά».Άφησε τις σπουδές, άφησε τα φάρμακα και τις αρρώστιες, δούλευε δίπλα στο γέρο. Άφησε και το σπίτι, κοιμότανε εκεί. Έκανε το σκοτεινό ταβάνι του ουρανό και τα φώτα των δρόμων αστερισμούς του νότου.

Δούλευε και τα χέρια του γελούσαν κι ας ματώναν. Δούλευε κι άκουγε το κάλεσμα των γλάρων πίσω από τα αυτοκίνητα.Και ο γέροντας σιγοτραγουδούσε.Έκατσε δίπλα στο γέροντα κάμποσα χρόνια, από τα χέρια του πέρασε κάθε λογής πλεούμενο. Κι όταν ήρθε η ώρα να γυρίσει πίσω στο βότσαλο του, τον αποχαιρέτισε και χωρίς να κοιτάξει δεύτερη φορά πίσω έφυγε.

Εκείνο το πρωινό, θυμήθηκε τη μέρα που ήρθε, αγόρι ακόμη, σε τούτο το λιμάνι.

Θυμήθηκε την πρώτη ματιά της πόλης, το μουρμουρητό του κόσμου, τα μάτια που έκρυβαν τόσα γυαλιά ηλίου.

Θυμήθηκε το βαπόρι που έτριζε.

Εκείνο το πρωινό, έφυγε από τη μεγάλη πόλη μέσα σ’ ένα σκαρί δικό του.

Και το επόμενο, ο γέρο-μάστορας πέθανε χαμογελώντας.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Στο φανάρι και το ψέμα

Άδειοι δρόμοι, βραδινή Αθήνα.

Κοιτάζω ένα σκισμένο σακουλάκι από πατατάκια που κοιμάται στο πεζοδρόμιο.

Το φανάρι είναι πράσινο.

Δε βαριέσαι περιμένω το επόμενο.

Ένας σκύλος με κοιτάζει με απορία.

Είναι παράλογο να μην περνάς όταν το φανάρι είναι πράσινο.

Του προκαλώ αμηχανία στην αρχή, ανησυχία στη συνέχεια.

Γιατί δεν ξεκινάς;

Νομίζεις είσαι έξυπνος;

Με προκαλείς;

Αν όλοι έκαναν το ίδιο, τότε ξέρεις τι θα συνέβαινε;

Κοιτάζω πάλι το φανάρι.

Πράσινο. Κόκκινο. Πράσινο.

Αυτό που δεν ξέρεις φτωχέ μου σκύλε, είναι πως το φανάρι καμιά φορά σου λέει και αυτό μικρά και αθώα ψέματα

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΟΧΙ ΟΠΩΣ Τ ΑΛΛΑ!

Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι ακουμπάει στην άκρη της γέφυρας και κοιτάζει τα νερά του ποταμού. Ανάβει τσιγάρο.
Η νύχτα μόλις έχει πέσει στην πόλη, κόσμος πηγαινοέρχεται στο δρόμο δίπλα του, γυναίκες με ψώνια, παιδιά που σχόλασαν από τα φροντιστήρια, αργόσχολοι γέροι. Δείχνουν όλοι εξοικειωμένοι με την ύπαρξη της γέφυρας, εκείνος όχι.
Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι μοιάζει να περιμένει κάτι.
Ή κάποιον.
Ζούμε τις ζωές μας κάπως βιαστικά. Σκηνοθετούμε την κάθε μας μέρα και τελικά καταλήγουμε να τη βλέπουμε στο fast-forward, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή σκηνοθετούμε την επόμενη. Αν βέβαια μας ρωτήσουν, ισχυριζόμαστε πάντα πως έχουμε τον έλεγχο, πως γνωρίζουμε το σενάριο καλύτερα από τον καθένα και πως ανυπομονούμε να ζήσουμε το επόμενο επεισόδιο.
Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Σκηνοθετούμε το μέλλον και χάνουμε τις λεπτομέρειες του παρόντος και δυστυχώς δεν υπάρχει ριπλέι για να μας δώσει πίσω τη χαμένη εικόνα.
Αναρωτιέμαι αν ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι περιμένει και αυτός το επόμενο επεισόδιο.
Η γέφυρα δεν είναι καινούργια. Κανείς από τους ανθρώπους της πόλης δεν έχει γεννηθεί πριν τη χτίσουν, έτσι όλοι νομίζουν πως υπήρχε από πάντοτε. Όμως δεν είναι έτσι. Την έφτιαξαν κάποτε, κάποιοι άνθρωποι σαν και αυτούς για να ενώσουν την πόλη με την άλλη μισή.
Την έφτιαξαν με πολύ κόπο, όμως δε σταμάτησαν να προσπαθούν μέχρι που τελείωσε, γιατί γνώριζαν πως κάθε ένωση, από την πιο απλή μέχρι την πιο μεγαλεπήβολη, χρειάζεται μόχθο για να γίνει.
Όμως ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι, δε μοιάζει να σκοπεύει να τη διασχίσει.Αντίθετα καπνίζει αργά το τσιγάρο του και δε σηκώνει το βλέμμα από τον βρώμικο ποταμό. Στα νερά του καταλήγουν όλα τα σκουπίδια των δρόμων αυτής της πόλης. Αδιακρίτως πλευράς.
Όμως ανάμεσα στα πλαστικά μπουκάλια και τις τσαλακωμένες εφημερίδες, καθρεφτίζεται και το φως του φεγγαριού. Και μπορεί το φεγγάρι έτσι να μην είναι τόσο όμορφο, αλλά σίγουρα είναι πιο αληθινό.
Όσο πιο πολύ τον παρατηρώ, τόσο πιο πολύ μου δίνει την εντύπωση πως βρισκόταν σε αυτό ακριβώς το σημείο από πάντοτε. Εγκλωβισμένος σε μια ατέρμονη αναμονή, ή προσμονή αν θέλετε, ενώπιον αυτής της γέφυρας.
Όμως κάνω λάθος.
Ήρθε πριν από λίγο και ήρθε από πολύ μακριά για να σταθεί απέναντι μου, με την πλάτη γυρισμένη και τον καπνό από το τσιγάρο του να μου υπενθυμίζει πως ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει, όπως και τα νερά του ποταμού, όπως και οι περαστικοί γύρω μου, όπως και το φεγγάρι στο σιωπηλό στερέωμα.
Σκέφτομαι πως κάποια στιγμή το φεγγάρι δε θα φαίνεται μέσα στο ποτάμι. Τα σκουπίδια όμως μένουν. Ανανεώνονται.
Το τσιγάρο πλησιάζει στο τέλος του.
Στον καθένα μας αναλογούν λίγα γραμμάρια ευτυχίας. Από αυτά τα μισά είμαστε πολύ βιαστικοί για να τα παρατηρήσουμε κι έτσι τα αγνοούμε. Από τα υπόλοιπα μισά, τα μισά τα ξοδεύουμε αλόγιστα, γιατί ίσως δεν έχουμε μάθει να εκτιμούμε την αξία τους. Και έτσι στο τέλος μένουν ελάχιστα, όσο ας πούμε φαίνεται το φως του φεγγαριού μέσα στο ποτάμι.
Ή όσο κρατάει ένα τσιγάρο.
Έχεις καπνίσει ποτέ το τσιγάρο σου μέχρι το φίλτρο;
Στην αρχή καίγεσαι λίγο στα πνευμόνια και μετά, όταν φτάσεις στο φίλτρο, σου αφήνει μια πικρή γεύση.
Τότε, για μια στιγμή αναρωτιέσαι αν κατά βάθος δεν ήθελες να αποδεχθείς ότι έχει τελειώσει, όμως αμέσως καταλαβαίνεις πως ήταν μοναχά η επιμονή σου να το γευτείς μέχρι να είσαι σίγουρος πως δεν έχει άλλο.
Η ανταμοιβή μπορεί να είναι αυτή η αποτρεπτική πικρίλα, όμως στο τέλος, όταν πια κι αυτή έχει τελείως ξεθυμάνει, μένει η σιγουριά πως η γόπα που πέταξες δεν έχει τίποτα άλλο πια να σου δώσει.
Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι πετάει το αποτσίγαρο μέσα στο ποτάμι.
Η καύτρα χάνεται και τσαλακώνει το φεγγάρι.
Εκείνος, με ήρεμες κινήσεις βγάζει από την τσέπη του, γραμμένες κόλλες από χαρτί και τις πετάει τη μία μετά την άλλη μες στα ολόμαυρα νερά.
Και τότε κάτι παράξενο συμβαίνει. Οι κόλλες δε βουλιάζουν, αλλά γίνονται μικρά χάρτινα καραβάκια.
Εκείνος, το ίδιο ατάραχος, αφού πετάξει και την τελευταία, φεύγει και χάνεται μέσα στο πλήθος. Χάνεται και από τα μάτια μου.
Δεν ξέρω αν διάβηκε τη γέφυρα ή αν γύρισε τελικά από εκεί που ήρθε, όμως όταν έφυγε, έσκυψα στο μέρος που στεκόταν, και είδα πως τα καραβάκια του πέρασαν κάτω από αυτήν.
20 Φεβρουαρίου 2010