Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΟΧΙ ΟΠΩΣ Τ ΑΛΛΑ!

Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι ακουμπάει στην άκρη της γέφυρας και κοιτάζει τα νερά του ποταμού. Ανάβει τσιγάρο.
Η νύχτα μόλις έχει πέσει στην πόλη, κόσμος πηγαινοέρχεται στο δρόμο δίπλα του, γυναίκες με ψώνια, παιδιά που σχόλασαν από τα φροντιστήρια, αργόσχολοι γέροι. Δείχνουν όλοι εξοικειωμένοι με την ύπαρξη της γέφυρας, εκείνος όχι.
Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι μοιάζει να περιμένει κάτι.
Ή κάποιον.
Ζούμε τις ζωές μας κάπως βιαστικά. Σκηνοθετούμε την κάθε μας μέρα και τελικά καταλήγουμε να τη βλέπουμε στο fast-forward, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή σκηνοθετούμε την επόμενη. Αν βέβαια μας ρωτήσουν, ισχυριζόμαστε πάντα πως έχουμε τον έλεγχο, πως γνωρίζουμε το σενάριο καλύτερα από τον καθένα και πως ανυπομονούμε να ζήσουμε το επόμενο επεισόδιο.
Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Σκηνοθετούμε το μέλλον και χάνουμε τις λεπτομέρειες του παρόντος και δυστυχώς δεν υπάρχει ριπλέι για να μας δώσει πίσω τη χαμένη εικόνα.
Αναρωτιέμαι αν ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι περιμένει και αυτός το επόμενο επεισόδιο.
Η γέφυρα δεν είναι καινούργια. Κανείς από τους ανθρώπους της πόλης δεν έχει γεννηθεί πριν τη χτίσουν, έτσι όλοι νομίζουν πως υπήρχε από πάντοτε. Όμως δεν είναι έτσι. Την έφτιαξαν κάποτε, κάποιοι άνθρωποι σαν και αυτούς για να ενώσουν την πόλη με την άλλη μισή.
Την έφτιαξαν με πολύ κόπο, όμως δε σταμάτησαν να προσπαθούν μέχρι που τελείωσε, γιατί γνώριζαν πως κάθε ένωση, από την πιο απλή μέχρι την πιο μεγαλεπήβολη, χρειάζεται μόχθο για να γίνει.
Όμως ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι, δε μοιάζει να σκοπεύει να τη διασχίσει.Αντίθετα καπνίζει αργά το τσιγάρο του και δε σηκώνει το βλέμμα από τον βρώμικο ποταμό. Στα νερά του καταλήγουν όλα τα σκουπίδια των δρόμων αυτής της πόλης. Αδιακρίτως πλευράς.
Όμως ανάμεσα στα πλαστικά μπουκάλια και τις τσαλακωμένες εφημερίδες, καθρεφτίζεται και το φως του φεγγαριού. Και μπορεί το φεγγάρι έτσι να μην είναι τόσο όμορφο, αλλά σίγουρα είναι πιο αληθινό.
Όσο πιο πολύ τον παρατηρώ, τόσο πιο πολύ μου δίνει την εντύπωση πως βρισκόταν σε αυτό ακριβώς το σημείο από πάντοτε. Εγκλωβισμένος σε μια ατέρμονη αναμονή, ή προσμονή αν θέλετε, ενώπιον αυτής της γέφυρας.
Όμως κάνω λάθος.
Ήρθε πριν από λίγο και ήρθε από πολύ μακριά για να σταθεί απέναντι μου, με την πλάτη γυρισμένη και τον καπνό από το τσιγάρο του να μου υπενθυμίζει πως ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει, όπως και τα νερά του ποταμού, όπως και οι περαστικοί γύρω μου, όπως και το φεγγάρι στο σιωπηλό στερέωμα.
Σκέφτομαι πως κάποια στιγμή το φεγγάρι δε θα φαίνεται μέσα στο ποτάμι. Τα σκουπίδια όμως μένουν. Ανανεώνονται.
Το τσιγάρο πλησιάζει στο τέλος του.
Στον καθένα μας αναλογούν λίγα γραμμάρια ευτυχίας. Από αυτά τα μισά είμαστε πολύ βιαστικοί για να τα παρατηρήσουμε κι έτσι τα αγνοούμε. Από τα υπόλοιπα μισά, τα μισά τα ξοδεύουμε αλόγιστα, γιατί ίσως δεν έχουμε μάθει να εκτιμούμε την αξία τους. Και έτσι στο τέλος μένουν ελάχιστα, όσο ας πούμε φαίνεται το φως του φεγγαριού μέσα στο ποτάμι.
Ή όσο κρατάει ένα τσιγάρο.
Έχεις καπνίσει ποτέ το τσιγάρο σου μέχρι το φίλτρο;
Στην αρχή καίγεσαι λίγο στα πνευμόνια και μετά, όταν φτάσεις στο φίλτρο, σου αφήνει μια πικρή γεύση.
Τότε, για μια στιγμή αναρωτιέσαι αν κατά βάθος δεν ήθελες να αποδεχθείς ότι έχει τελειώσει, όμως αμέσως καταλαβαίνεις πως ήταν μοναχά η επιμονή σου να το γευτείς μέχρι να είσαι σίγουρος πως δεν έχει άλλο.
Η ανταμοιβή μπορεί να είναι αυτή η αποτρεπτική πικρίλα, όμως στο τέλος, όταν πια κι αυτή έχει τελείως ξεθυμάνει, μένει η σιγουριά πως η γόπα που πέταξες δεν έχει τίποτα άλλο πια να σου δώσει.
Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι πετάει το αποτσίγαρο μέσα στο ποτάμι.
Η καύτρα χάνεται και τσαλακώνει το φεγγάρι.
Εκείνος, με ήρεμες κινήσεις βγάζει από την τσέπη του, γραμμένες κόλλες από χαρτί και τις πετάει τη μία μετά την άλλη μες στα ολόμαυρα νερά.
Και τότε κάτι παράξενο συμβαίνει. Οι κόλλες δε βουλιάζουν, αλλά γίνονται μικρά χάρτινα καραβάκια.
Εκείνος, το ίδιο ατάραχος, αφού πετάξει και την τελευταία, φεύγει και χάνεται μέσα στο πλήθος. Χάνεται και από τα μάτια μου.
Δεν ξέρω αν διάβηκε τη γέφυρα ή αν γύρισε τελικά από εκεί που ήρθε, όμως όταν έφυγε, έσκυψα στο μέρος που στεκόταν, και είδα πως τα καραβάκια του πέρασαν κάτω από αυτήν.
20 Φεβρουαρίου 2010