Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

2 χρόνια πρίν…το πρώτο και το τελευταίο τραγούδι




Το πρώτο τραγούδι παίζει.

COSI

Άσπρα σπίτια, αστραφτερά, πολύ φως, περισσότερος αγέρας.

Του παίρνει απότομα το καπέλο κι εκείνος αφήνει το κάστρο (του) και το γυρεύει ανάμεσα σε στενά σοκάκια.

Είναι ωραία η σκιά όταν σε κυνηγάει από παντού ο ήλιος.

Είναι ωραίος ο ήλιος το πρωί μετά τη νύχτα, αλλά μη βιάζεσαι θα σου πω αργότερα για αυτό.

Συναντά τρεις φίλους, σταματά για λίγο, τους ρωτά αν πήρε το μάτι τους ένα βιαστικό καπέλο. Του δείχνουν τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις κι εκείνος συνεχίζει το τρεχαλητό του.

Όμως, ύστερα από λίγο είναι πια σίγουρος πως το έχει χάσει.

Κοιτάζει γύρω του την παράξενη τούτη Χώρα.

Η μπάρα είναι καφέ..σκούρα, το μαγαζί χαμηλοτάβανο, η τεκίλα τις περισσότερες φορές με πορτοκάλι.

Έτσι, γιατί χρειάζονται και οι βιταμίνες.

Το μεσημέρι όμως, όλα εδώ είναι κλειστά.


Υπάρχουν και οι φίλοι.

Το τραγούδι που παίζει τώρα, μοιάζει να βγαίνει από τα στόματα τους. Το τραγουδούν μαζί του και για μια στιγμή, για μια στιγμή μονάχα, η θάλασσα έτσι για λίγο τους αφουγκράζεται.

Ανεμελιά, αντροπαρέα, μπουγέλα και κραξίματα. Οι γλάροι τους κοροϊδεύουν, στραβοπετώντας.

Ίσως απλά να έχουν μεθύσει κι αυτοί

Συναντά κι άλλους….κι άλλους..κι άλλους ξέρει πολλούς..
17 χρόνια ήταν πολλά

Εκείνοι όμως δε δίνουν δεκάρα.

Στο λιθόστρωτο, οι πλάκες αντηχούν ξανά στα βήματα που κάποτε προσπάθησαν να κάνουν.
Τα πάντα γκρεμίζονται…Ένα θηρίο γεννιέται


Το νησί ξαφνικά γεμίζει κόσμο. Η ησυχία ακολουθεί τον ήλιο χαμηλά στον ορίζοντα και χάνεται, η μουσική δυναμώνει.

Νυχτώνει. Ο αέρας πέφτει.

Στριμώχνονται. Ανθρωποι, μουσική, εκείνο το χαμόγελο, που μπορεί και να μην ήταν ακριβώς χαμόγελο

Στριμώχνονται ανάμεσα στην καφέ μπάρα με τα ξέχειλα τασάκια και τη θάλασσα.

Φωνάζουν και ιδρώνουν. Στάζει το λεμόνι στο τζιν τόνικ, η ανάσα κολλάει στο λαιμό του, ακριβώς κάτω απο το αυτί και ο πάγος, τριμμένος, λιώνει στο ποτήρι του.

Το χαμόγελο, τελικά ήταν χαμόγελο.

Χορεύει και όλοι γύρω του χορεύουν μαζί του.

Μέχρι που κάποια στιγμή οι μπύρες του Βορρά τελειώνουν και πάγος υπάρχει μοναχά στο Νότο.

Χαράζει.

Αγκαλιά σε ένα ανοιχτό παράθυρο δίχως κεραίες και διαφημιστικά μηνύματα
.Μία αγκαλιά με χαμόγελα και κλάματα

Το μαγαζί έχει αδιάσει. Ο ήλιος πια είναι ψηλά και οι ακτίνες του σπίθες καλοκαιρινές.


Εκείνοι σιγοκουβεντιάζουν γύρω από την μπάρα. Φρουρά που ξέμεινε λίγο πιο πίσω, από συνήθεια ή από κάποιο πείσμα.

Ή ισως να είναι και ο ρόλος τους αυτός. Των αδιόρατων χαμόγελων ρομαντική οπισθοφυλακή.


Εκείνος βάζει δύο αγαπημένα τους τραγούδια

...τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες...

…this is the end…

Καπνίζουν και σιγοτραγουδούν.


Ύστερα, φεύγουν κι αυτοί, κι εκείνος βάζει το τελευταίο σκαμπό πάνω στην μπάρα και τελευταίος κλείνει την πόρτα.

Το τελευταίο τραγούδι έχει πια τελειώσει.



Δεν υπάρχουν σχόλια: